χλωροπροπαμίδη

χλωροπροπαμίδη
η, Ν
(φαρμ.) παράγωγο τής σουλφονυλουρίας, χρησιμοποιούμενο υπό μορφή δισκίων ιδίως κατά τού γεροντικού διαβήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorpropamide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”